Κοιτάζοντας στον καθρέφτη της ΑΕΚ








Κοιτάζει η ΑΕΚ στον καθρέφτη της και βλέπει να την κοιτάζει ο Νίκος Στράτος κι αποστρέφει η κόρη το πρόσωπο. Κοιτάζει η ΑΕΚ στον καθρέφτη της και βλέπει τον Γιώργο Ρόκα... ναι αυτόν που ήθελε να την κάνει επιχειρηματικά σέξι επί αυτοκρατορίας Θεμιστοκλή. Και θέλει η χάρη της να παρηγορήσει τον Σπανούδη και να σφουγγίξει τα δάκρυα του Ιωνά. Που πήγε η περηφάνια μου; Ποιος μου πήρε την Ιστορία και την αρχοντιά μου και τά' κανε πίτουρα και χυλό για αγροίκους;

Βραδάκι κι ερημιά. Όπως στα καλύβια των προσφύγων τότε, που σαν έπεφτε η νύχτα, πλάκωνε τις ψυχές ο φόβος του άγνωστου που ξημέρωνε.

Ερημιά ψυχών και στον καθρέφτη της ΑΕΚ, αλλά πλήθος προσώπων. Κοιτάει η, σχεδόν αιωνόβια κόρη, η τρυφερή κι αγέραστη και βλέπει έναν βάτραχο να καμαρώνει πάνω σε ένα μαύρο άλογο. Το χρώμα του αλόγου δεν ήταν φυσικό, θα έλεγες ότι κάποτε ήταν άσπρο αλλά έπεσε μέσα σε λάκκο από λάσπη φτιαγμένη όχι από νερό, αλλά από πετρέλαιο. Μέλανα τα μάγια που υποφέρει χρόνια τώρα η κόρη μάνα μας, να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να μη βλέπει μέσα του τα μεγάλα μάτια της, τα ζωγραφιστά φτερά της, αλλά είδωλα αλλονών, συχνά μουτσούνες σαν εκείνων των λιμοκοντόρων με ύφος Ζεν πρεμιέ, που επειδή έχουν δύο ευρώ παραπάνω αυτοανακηρύσσονται προστάτες της. Χαμηλώνει τα μάτια η κόρη του Βοσπόρου σαν να ξορκίζει τα παγανά και ξανακοιτάζει στον καθρέφτη με την ελπίδα, αν όχι την ίδια, κάτι άλλο ωραίο να δει,............., όμως ο καθρέφτης αμείλικτος: «καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ξέρεις κανέναν πιο έξυπνο από μένα;» της ουρλιάζει μέσα από τον καθρέφτη ο Ανδρέας Δημητρέλος.

Σκύβει η ΑΕΚ το αγέρωχο κεφάλι, το όνομα της είναι πλέον αριθμοί, αριθμοί και ισολογισμοί, αριθμοί και κλάσματα, κλάσματα ανικανότητας, ντροπής, ατίμωσης. ΑΕΚ άνθος αρούρης, ένα μπαίγνιο στα σκλαβοπάζαρα της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας, μια μάνα που τα παιδιά της... κάποια από τα παιδιά της λατρεύουν τον νταβατζή της, κάποια αλλά από τα παιδιά της τον ανέχονται. Αυτοί οι τελευταίοι είναι χειρότεροι, γιατί η λατρεία δείχνει άγνοια, η ανοχή όμως δείχνει υποτέλεια. ΑΕΚ, μια ιερή χήρα ραγισμένων προσόψεων, στις προσφυγικές γειτονιές του κόσμου.

Κάθε βραδάκι η ίδια ιστορία εκεί στα πανέμορφα «προσφυγικά». Τα πετεινάρια του ουρανού φεύγουν απ' τον μαρμαρωμένο κήπο, καθώς πέφτει ήλιος κι έρχονται τα νυχτοπούλια. Πιο ταιριαστά με το παλιό σερβίτσιο που πρόλαβε να σώσει η γιαγιά από την καταστροφή και να το στριμώξει σε μια βαλίτσα για να το φέρει άθικτο μέχρι εδώ που απιθώνει πάνω στο φθαρμένο τραπεζομάντιλο η κόρη, για να καθίσει ύστερα μόνη, αντίκρυ στην απουσία κάθε φορά, του αγγέλου που δεν ήρθε, του αγίου που δεν έστερξε. Μόνο οι «σωτήρες» κάνουν συχνά, πυκνά την εμφάνιση τους και ο καθρέφτης που είναι πάντα εκεί.

Ο σκληρός αυτός καθρέφτης των ονείρων που δεν μπορεί πλέον να βλέπει πάνω του και μέσα του η κόρη του Βοσπόρου, της Πόλης και όλης της Μικρασίας, τίποτα άλλο, παρά μόνον τη σκιά από το πρόσω της Μέδουσας. Διαφορετική σκιά κάθε φορά, ποτέ «Ζητά», ποτέ Γιδόπουλος, πότε Τροχανάς, πότε Στάθης, πότε Ψωμιάδης, πότε Θεμιστοκλής, πότε Παππανοτιάς, πότε Αδαμίδης, πότε... Μα πάντα η ίδια. Πέτρινη...

Σχόλια